αθορυβητος

αθορυβητος
    ἀθορύβητος
    ἀ-θορύβητος
    2
    безмятежный, спокойный Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αθορυβητος" в других словарях:

  • ἀθορύβητος — undisturbed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθορύβητος — η, ο (Α ἀθορύβητος, ον) [θορυβῶ] αυτός που δεν θορυβείται, γαλήνιος, ατάραχος νεοελλ. ο αθόρυβος αρχ. (το ουδ. στον υπερθ. ως ουσ.) τὸ ἀθορυβητότατον, πνευματική αταραξία, ηρεμία …   Dictionary of Greek

  • αθορύβητος — η, ο ατάραχος: Όλοι είχαν ταραχτεί, αυτός όμως έμενε αθορύβητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθορυβητότατον — ἀθορύβητος undisturbed masc acc superl sg ἀθορύβητος undisturbed neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθορύβητον — ἀθορύβητος undisturbed masc/fem acc sg ἀθορύβητος undisturbed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»